ερείκη — (erica). Επιστημονική ονομασία θάμνου της οικογένειας των ερεικιδών, γνωστού κυρίως με την ονομασία ρείκι. Υπάρχουν δύο κυρίως είδη ε., γνωστά με την επιστημονική ονομασία ερείκη η σακχαρώδης και ερείκη η δενδρώδης. * * * η (AM ἐρείκη και ἐρίκη)… … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ερεικοειδής — ές [ερείκη] 1. αυτός που μοιάζει με ρείκι 2. βοτ. τα ερεικοειδή γένος δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας ερεικίδες, βλ. ερείκη … Dictionary of Greek
λήδο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ledum < νεολατ. ledum < λῆδον] … Dictionary of Greek
λευκοθόη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Όρχαμου, βασιλιά της Περσίας, και της Ευρυνόμης. Σύμφωνα με τον Οβίδιο, ο οποίος αναφέρει τον σχετικό μύθο στις Μεταμορφώσεις του, την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας και, για να την κατακτήσει, πήρε τη μορφή της μητέρας της.… … Dictionary of Greek
λυονία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lyonia, από το όν. τού L. Lyon, Σκώτου κηπουρού και συλλέκτη φυτών] … Dictionary of Greek
πριμαβεροζίτης — ο, Ν (βιοχ.) ετεροζίτης τών φυτών τών οικογενειών πριμουλίδες και ερεικίδες, ο οποίος, υπό την επίδραση τού ενζύμου πριμαβεροσιδάση, παράγει ένα αιθέριο έλαιο, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία … Dictionary of Greek
ροδόδενδρο — το / ῥοδόδενδρον, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες τής τάξης ερεικώδη, το οποίο περιλαμβάνει ώς και 1.200 είδη αείφυλλων και φυλλοβόλων θάμνων και λίγων δένδρων, με εντυπωσιακά άνθη και… … Dictionary of Greek
φυλλοδόχη — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες τής τάξης ερεικώδη, τα οποία απαντούν σε αλπικές και υποαρκτικές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllodoce] … Dictionary of Greek
χιογενής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ερεικίδες μσν. αρχ. (για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο γενής] … Dictionary of Greek